χαρμολύπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρμολύπη | οι | χαρμολύπες |
| γενική | της | χαρμολύπης | των | χαρμολυπών |
| αιτιατική | τη | χαρμολύπη | τις | χαρμολύπες |
| κλητική | χαρμολύπη | χαρμολύπες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρμολύπη < μεσαιωνική ελληνική χαρμολύπη < χάρμα + -ο- + λύπη
Μεταφράσεις
χαρμολύπη
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.