χαϊδεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /xai̯ˈðe.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαϊδεύομαι

Ρήμα

χαϊδεύομαι , π.αόρ.: χαϊδεύτηκα, μτχ.π.π.: χαϊδεμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος χαϊδεύω  δείτε και την κλίση 
    1. παθητικές σημασίες του χαϊδεύω: χαϊδεύω τον εαυτό μου ή με χαϊδεύει κάποιος άλλος
    2. (μεταφορικά) επιζητώ χάδια ή ερωτικό ενδιαφέρον
      όλο μου έκανε νάζια και χαϊδευόταν σα γατούλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.