χαλκεία

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χαλκεία ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χαλκεί αἱ χαλκεῖαι
      γενική τῆς χαλκείᾱς τῶν χαλκειῶν
      δοτική τῇ χαλκεί ταῖς χαλκείαις
    αιτιατική τὴν χαλκείᾱν τὰς χαλκείᾱς
     κλητική ! χαλκεί χαλκεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χαλκεί
γεν-δοτ τοῖν  χαλκείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

χαλκεία < χαλκεύω  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

χαλκεία θηλυκό

Ετυμολογία 2

χαλκεία: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χαλκείᾱ (με μακρά κατάληξη)

  • για το ουδέτερο  δείτε  χάλκειᾰ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.