χαζομαμά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαζομαμά οι χαζομαμάδες
      γενική της χαζομαμάς των χαζομαμάδων
    αιτιατική τη χαζομαμά τις χαζομαμάδες
     κλητική χαζομαμά χαζομαμάδες
Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαζομαμά < χαζο- + μαμά

Ουσιαστικό

χαζομαμά θηλυκό

  • (οικείο) οικείος χαρακτηρισμός μητέρας που συμπεριφέρεται με παιδιάστικο ενθουσιασμό για το παιδί της και η συμπεριφορά της χαρακτηρίζεται από υπερβολή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.