χαζομαμά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαζομαμά | οι | χαζομαμάδες |
| γενική | της | χαζομαμάς | των | χαζομαμάδων |
| αιτιατική | τη | χαζομαμά | τις | χαζομαμάδες |
| κλητική | χαζομαμά | χαζομαμάδες | ||
| Κατηγορία όπως «μαμά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χαζομαμά θηλυκό
Μεταφράσεις
χαζομαμά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.