χαδιάρης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαδιάρης η χαδιάρα το χαδιάρικο
      γενική του χαδιάρη της χαδιάρας του χαδιάρικου
    αιτιατική τον χαδιάρη τη χαδιάρα το χαδιάρικο
     κλητική χαδιάρη χαδιάρα χαδιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαδιάρηδες οι χαδιάρες τα χαδιάρικα
      γενική των χαδιάρηδων των χαδιάρικων
    αιτιατική τους χαδιάρηδες τις χαδιάρες τα χαδιάρικα
     κλητική χαδιάρηδες χαδιάρες χαδιάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαδιάρης < χάδι

Επίθετο

χαδιάρης -α -ικο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.