χαβιάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαβιάρι τα χαβιάρια
      γενική του χαβιαριού των χαβιαριών
    αιτιατική το χαβιάρι τα χαβιάρια
     κλητική χαβιάρι χαβιάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαβιάρι < μεσαιωνική ελληνική χαβιάρι [1] < τουρκική havyar < οθωμανική τουρκική خاویار (havyar) < περσική خاویار (xâvyâr) < خایه‎ (xâye: αβγό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm (ᾠόν / αβγό)
χαβιάρι στη συσκευασία του

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈvʝa.ɾi/

Ουσιαστικό

χαβιάρι ουδέτερο

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. υπάρχει και η άποψη: < μεσαιωνική ελληνική *ταριχαβγ(ι)άρι(ο)ν (με απόσπαση) < τάριχος (πβ. ταριχευμένος) + αβγό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.