οξύρρυγχος

Νέα ελληνικά (el)

Οξύρρυγχος

Προφορά

ΔΦΑ : /oˈksi.ɾiŋ.xos/

Ετυμολογία

οξύρρυγχος <αρχαία ελληνική ὀξύρρυγχος

Επίθετο

οξύρρυγχος

  1. (για ζώα) Αυτό που έχει μυτερό ρύγχος: τα ψάρια αυτά είναι οξύρρυγχα, γι' αυτό και το ρύγχος τους είναι σουβλερό.
  2. ψάρι της οικογένειας οξυρρυγχίδες (Acipenseridae), με χαρακτηριστικό μυτερό ρύγχος
    η αλίευση οξύρρυγχων απαγορεύεται σε αυτήν τη χώρα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.