χθών

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
χθων- χθον-
ονομαστική χθών αἱ χθόνες
      γενική τῆς χθονός τῶν χθονῶν
      δοτική τῇ χθονῐ́ ταῖς χθοσῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν χθόν τὰς χθόνᾰς
     κλητική ! χθών χθόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χθόνε
γεν-δοτ τοῖν  χθονοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'χθών' όπως «χθών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χθών < πρωτοελληνική *kʰtʰṓn < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰéǵʰōm

Ουσιαστικό

χθών θηλυκό

  1. επιφάνεια γης
  2. γη, κόσμος
  3. (θρησκεία)θεότητα) Γη
  4. χώρα, τόπος, περιοχή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.