χαχανητό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαχανητό τα χαχανητά
      γενική του χαχανητού των χαχανητών
    αιτιατική το χαχανητό τα χαχανητά
     κλητική χαχανητό χαχανητά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαχανητό < χάχανο + -ητό

Ουσιαστικό

χαχανητό ουδέτερο

  1. το χαχάνισμα, το ηχηρό γέλιο
    Μας ξεκούφαναν με τα χαχανητά τους οι διπλανοί όλη νύχτα, αλλά είχαν γιορτή οπότε δεν γρινιάσαμε
  2. γέλιο όχι απαραιτήτως ηχηρό αλλά παρατεταμενο
    Σε εκείνη τη σκηνή μας έπιασε ένα χαχανητό κι ας ήταν δραματική ταινία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.