χαχανητό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαχανητό | τα | χαχανητά |
| γενική | του | χαχανητού | των | χαχανητών |
| αιτιατική | το | χαχανητό | τα | χαχανητά |
| κλητική | χαχανητό | χαχανητά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαχανητό < χάχανο + -ητό
Ουσιαστικό
χαχανητό ουδέτερο
- το χαχάνισμα, το ηχηρό γέλιο
- ↪Μας ξεκούφαναν με τα χαχανητά τους οι διπλανοί όλη νύχτα, αλλά είχαν γιορτή οπότε δεν γρινιάσαμε
- γέλιο όχι απαραιτήτως ηχηρό αλλά παρατεταμενο
- ↪Σε εκείνη τη σκηνή μας έπιασε ένα χαχανητό κι ας ήταν δραματική ταινία
Μεταφράσεις
χαχανητό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.