χι χι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χι χι < (ηχομιμητική λέξη)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi çi/
Επιφώνημα
χι χι!
- ηχομημητική λέξη που μιμείται λεπτό ή κακαριστό γέλιο (συνήθως επαναλαμβανόμενη). Δείχνει ευδιαθεσία, χαρά ή ειρωνεία
- γέλασε το γεροντάκι «χι χι!» και τα πονηρά ματάκια μου λάμψανε
Αναφορές
- χι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.