φύσκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φύσκη < φυσάω
Ουσιαστικό
φύσκη, -ης θηλυκό (δωρικός τύπος : φύσκα)
- το παχύ έντερο
- (ειδικότερα) το παραγεμισμένο παχύ έντερο
- χοιρινό λουκάνικο
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 364
- ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκης.
- Κι εγώ θα σου ταρακουνήσω τον κώλο σα φούσκα.
- Μετάφραση (2005): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ἐγὼ δὲ κινήσω γέ σου τὸν πρωκτὸν ἀντὶ φύσκης.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἱππῆς, στίχ. 364
- στομάχι
- φλύκταινα, φουσκάλα
- (για φυτά) κηκίδα, όζος
Συγγενικά
- φυσκία
- φύσκιον: υποκοριστικό του φύσκη
- φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη
- Φύσκιος
- Φύσκος
- φύσκος
Πηγές
- φύσκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φύσκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.