Φύσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Φύσκος | οἱ | Φύσκοι | ||||
| γενική | τοῦ | Φύσκου | τῶν | Φύσκων | ||||
| δοτική | τῷ | Φύσκῳ | τοῖς | Φύσκοις | ||||
| αιτιατική | τὸν | Φύσκον | τοὺς | Φύσκους | ||||
| κλητική ὦ! | Φύσκε | Φύσκοι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Φύσκω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | Φύσκοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- Φύσκος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Φύσκος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
- Φύσκιος
Αναφορές
- Φύσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press
- P. M. Fraser and E. Matthews 1997 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.A: The Peloponnese. Western Greece. Sicily. Magna Graecia, Oxford: Oxford University Press
- M. J. Osborne and S. G. Byrne 1994 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. II: Attica, Oxford: Oxford University Press.
- P. M. Fraser and E. Matthews 2000 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. III.B: Central Greece: From the Megarid to Thessaly, Oxford: Oxford University Press
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.