κηκίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κηκίδα οι κηκίδες
      γενική της κηκίδας των κηκίδων
    αιτιατική την κηκίδα τις κηκίδες
     κλητική κηκίδα κηκίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κηκίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηκίς, από την αιτιατική -ίδα  δείτε και τη λέξη κηκίδι

Ουσιαστικό

κηκίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.