μποζόνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μποζόνιο | τα | μποζόνια |
| γενική | του | μποζονίου & μποζόνιου |
των | μποζονίων |
| αιτιατική | το | μποζόνιο | τα | μποζόνια |
| κλητική | μποζόνιο | μποζόνια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μποζόνιο < από τον Ινδό φυσικό Satyendra Nath Bose και το -ιο (όπως στο ηλεκτρόνιο) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μποζόνιο ουδέτερο
Σημειώσεις
Δείτε και τα σύμβολα:
Είδη μποζονίων:
- θεμελιώδη-αδιαίρετα: φωτόνιο, γλουόνιο (gluon), Higgs boson (μη gauge boson)
- σύνθετα μποζόνια: μεσόνιο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.