φωτοδώτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φωτοδώτης οἱ φωτοδῶται
      γενική τοῦ φωτοδώτου τῶν φωτοδωτῶν
      δοτική τῷ φωτοδώτ τοῖς φωτοδώταις
    αιτιατική τὸν φωτοδώτην τοὺς φωτοδώτᾱς
     κλητική ! φωτοδῶτ φωτοδῶται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωτοδώτ
γεν-δοτ τοῖν  φωτοδώταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

φωτοδώτης αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.