φωτοδώτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | φωτοδώτης | οἱ | φωτοδῶται |
| γενική | τοῦ | φωτοδώτου | τῶν | φωτοδωτῶν |
| δοτική | τῷ | φωτοδώτῃ | τοῖς | φωτοδώταις |
| αιτιατική | τὸν | φωτοδώτην | τοὺς | φωτοδώτᾱς |
| κλητική ὦ! | φωτοδῶτᾰ | φωτοδῶται | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φωτοδώτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | φωτοδώταιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- φωτοδώτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.