φωτογόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φωτογόνος | η | φωτογόνος & φωτογόνα |
το | φωτογόνο |
| γενική | του | φωτογόνου | της | φωτογόνου & φωτογόνας |
του | φωτογόνου |
| αιτιατική | τον | φωτογόνο | τη | φωτογόνο & φωτογόνα |
το | φωτογόνο |
| κλητική | φωτογόνε | φωτογόνε & φωτογόνα |
φωτογόνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φωτογόνοι | οι | φωτογόνοι & φωτογόνες |
τα | φωτογόνα |
| γενική | των | φωτογόνων | των | φωτογόνων | των | φωτογόνων |
| αιτιατική | τους | φωτογόνους | τις | φωτογόνους & φωτογόνες |
τα | φωτογόνα |
| κλητική | φωτογόνοι | φωτογόνοι & φωτογόνες |
φωτογόνα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /fo.toˈɣo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐γό‐νος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.