φωταγωγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωταγωγία οι φωταγωγίες
      γενική της φωταγωγίας των φωταγωγιών
    αιτιατική τη φωταγωγία τις φωταγωγίες
     κλητική φωταγωγία φωταγωγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωταγωγία < φωταγωγός < φῶς + ἄγω

Ουσιαστικό

φωταγωγία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.