φωνόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωνόμετρο τα φωνόμετρα
      γενική του φωνόμετρου
& φωνομέτρου
των φωνόμετρων
& φωνομέτρων
    αιτιατική το φωνόμετρο τα φωνόμετρα
     κλητική φωνόμετρο φωνόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική phonomètre < phono- + -mètre < φωνο- + -μετρον[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /foˈno.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φωνόμετρο

Ουσιαστικό

φωνόμετρο ουδέτερο

  1. όργανο που μετρά την οξύτητα της φωνής
  2. συσκευή που ελέγχει την ποιότητα των μικρόφωνων

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.