φωνογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φωνογραφικός η φωνογραφική το φωνογραφικό
      γενική του φωνογραφικού της φωνογραφικής του φωνογραφικού
    αιτιατική τον φωνογραφικό τη φωνογραφική το φωνογραφικό
     κλητική φωνογραφικέ φωνογραφική φωνογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φωνογραφικοί οι φωνογραφικές τα φωνογραφικά
      γενική των φωνογραφικών των φωνογραφικών των φωνογραφικών
    αιτιατική τους φωνογραφικούς τις φωνογραφικές τα φωνογραφικά
     κλητική φωνογραφικοί φωνογραφικές φωνογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φωνογραφικός < φωνόγραφος

Επίθετο

φωνογραφικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον φωνόγραφο και τη φωνογραφία
    φωνογραφικές εταιρείες
    φωνογραφικός κύλινδρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.