φωνόγραφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωνόγραφος οι φωνόγραφοι
      γενική του φωνόγραφου
& φωνογράφου
των φωνόγραφων
& φωνογράφων
    αιτιατική τον φωνόγραφο τους φωνόγραφους
& φωνογράφους
     κλητική φωνόγραφε φωνόγραφοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωνόγραφος <  δείτε τη λέξη φωνογράφος

Ουσιαστικό

φωνόγραφος αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.