φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

 δείτε τις λέξεις μη, φυτρώνω, εκεί, που, δεν, ο και σπέρνω

Έκφραση

φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν

  • (προφορικό) ασχολείται με θέματα που δεν τον αφορούν, επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις
    Κάτσε στα αβγά σου μωρέ και μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!
     συνώνυμα: μπαίνω σε ξένα χωράφια, χώνω τη μύτη μου παντού, ανακατεύομαι, χώνομαι
     αντώνυμα: κάθομαι στα αβγά μου, κυττάζω τη δουλειά μου

Μεταφράσεις

Πηγές

  • φυτρώνει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.