φυσικομαθηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυσικομαθηματικός | η | φυσικομαθηματική | το | φυσικομαθηματικό |
| γενική | του | φυσικομαθηματικού | της | φυσικομαθηματικής | του | φυσικομαθηματικού |
| αιτιατική | τον | φυσικομαθηματικό | τη | φυσικομαθηματική | το | φυσικομαθηματικό |
| κλητική | φυσικομαθηματικέ | φυσικομαθηματική | φυσικομαθηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυσικομαθηματικοί | οι | φυσικομαθηματικές | τα | φυσικομαθηματικά |
| γενική | των | φυσικομαθηματικών | των | φυσικομαθηματικών | των | φυσικομαθηματικών |
| αιτιατική | τους | φυσικομαθηματικούς | τις | φυσικομαθηματικές | τα | φυσικομαθηματικά |
| κλητική | φυσικομαθηματικοί | φυσικομαθηματικές | φυσικομαθηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυσικομαθηματικός < φυσικό(ς) + μαθηματικός
Ουσιαστικό
φυσικομαθηματικός αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας ειδικευμένος στη φυσική και τα μαθηματικά
- καθηγητής που διδάσκει αυτές τις δύο επιστήμες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.