φυσικομαθηματική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυσικομαθηματική: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου φυσικομαθηματικός
Ουσιαστικό
φυσικομαθηματική θηλυκό
- φυσικομαθηματική επιστήμη
- η Φυσικομαθηματική Σχολή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φυσικομαθηματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φυσικομαθηματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.