φυρόμυαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φυρόμυαλος η φυρόμυαλη το φυρόμυαλο
      γενική του φυρόμυαλου της φυρόμυαλης του φυρόμυαλου
    αιτιατική τον φυρόμυαλο τη φυρόμυαλη το φυρόμυαλο
     κλητική φυρόμυαλε φυρόμυαλη φυρόμυαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φυρόμυαλοι οι φυρόμυαλες τα φυρόμυαλα
      γενική των φυρόμυαλων των φυρόμυαλων των φυρόμυαλων
    αιτιατική τους φυρόμυαλους τις φυρόμυαλες τα φυρόμυαλα
     κλητική φυρόμυαλοι φυρόμυαλες φυρόμυαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

φυρόμυαλος < αρχαία ελληνική φύρα

Επίθετο

φυρόμυαλος

  • που οι πνευματικές του ικανότητες είτε έχουν αμβλυνθεί λόγω γήρατος είτε εξαρχής ήταν μειωμένες, εκείνος που "χάνει", ο λειψός, ο τρόπον τινά βλάκας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.