φυρονεριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυρονεριά οι φυρονεριές
      γενική της φυρονεριάς των φυρονεριών
    αιτιατική τη φυρονεριά τις φυρονεριές
     κλητική φυρονεριά φυρονεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φυρονεριά < φυρ(ός) + -ο- + νερ(ό) + -ιά

Ουσιαστικό

φυρονεριά θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.