φουσκονεριά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουσκονεριά οι φουσκονεριές
      γενική της φουσκονεριάς των φουσκονεριών
    αιτιατική τη φουσκονεριά τις φουσκονεριές
     κλητική φουσκονεριά φουσκονεριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φουσκονεριά < φουσκώνω + νεριά< νερό

Ουσιαστικό

φουσκονεριά θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.