σάλια

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

σάλια ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σάλιο
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σάλι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.