φτιασιδώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φτιασιδώνομαι < μεσοπαθητική φωνή του ρήματος φτιασιδώνω

Ρήμα

φτιασιδώνομαι

  1. μακιγιάρομαι
  2. χρησιμοποιώ διάφορα φτιασίδια επάνω μου ή τα βάζει άλλος σε εμένα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.