φτερούγισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτερούγισμα τα φτερουγίσματα
      γενική του φτερουγίσματος των φτερουγισμάτων
    αιτιατική το φτερούγισμα τα φτερουγίσματα
     κλητική φτερούγισμα φτερουγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φτερούγισμα < φτερουγίζω

Ουσιαστικό

φτερούγισμα ουδέτερο

  1. πετώ
    Τα πουλάκια στο προαύλιο της εκκλησίας φτερούγισαν μακριά, τρομαγμένα από τα βεγγαλικά
  2. (μεταφορικά) σκιρτώ, ταράζομαι, από ευχάριστο αίτιο ή από νόσημα
    Φτερουγίζει η καρδιά του κάθε φορά που βλέπει τη Μαρία
    Οταν φτερουγίζει η καρδιά στο στήθος, ίσως υπάρχει πρόβλημα αρρυθμιών
  3. (μεταφορικά) ταξιδεύω γοργά
    Φτερούγισε η φαντασία μου/η σκέψη μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.