φτερούγισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φτερούγισμα | τα | φτερουγίσματα |
| γενική | του | φτερουγίσματος | των | φτερουγισμάτων |
| αιτιατική | το | φτερούγισμα | τα | φτερουγίσματα |
| κλητική | φτερούγισμα | φτερουγίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτερούγισμα < φτερουγίζω
Ουσιαστικό
φτερούγισμα ουδέτερο
- πετώ
- Τα πουλάκια στο προαύλιο της εκκλησίας φτερούγισαν μακριά, τρομαγμένα από τα βεγγαλικά
- (μεταφορικά) σκιρτώ, ταράζομαι, από ευχάριστο αίτιο ή από νόσημα
- Φτερουγίζει η καρδιά του κάθε φορά που βλέπει τη Μαρία
- Οταν φτερουγίζει η καρδιά στο στήθος, ίσως υπάρχει πρόβλημα αρρυθμιών
- (μεταφορικά) ταξιδεύω γοργά
- Φτερούγισε η φαντασία μου/η σκέψη μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.