σκιρτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σκιρτώ < αρχαία ελληνική σκιρτάω / σκιρτῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)kerǝd- (χορεύω, πηδώ)

Προφορά

ΔΦΑ : /sciɾˈto/

Ρήμα

σκιρτώ

  1. τρέμω ελαφρά από χαρά, συγκίνηση, έρωτα κ.λπ.
  2. κουνιέμαι, μετακινούμαι ελαφρά

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.