αρρυθμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αρρυθμία | οι | αρρυθμίες |
| γενική | της | αρρυθμίας | των | αρρυθμιών |
| αιτιατική | την | αρρυθμία | τις | αρρυθμίες |
| κλητική | αρρυθμία | αρρυθμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αρρυθμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αρρυθμία θηλυκό
- η έλλειψη ρυθμού, η ασυμμετρία
- (ιατρική) διαταραχή τού κανονικού ρυθμού τής καρδιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.