φρυάσσομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φρυάσσομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₁wr̥ (πβ. φρέαρ, φορύνω...)
Ρήμα
φρυάσσομαι (& αττικός τύπος φρυάττομαι)
- (για τα άλογα) χλιμιντρώ, χρεμετίζω, ρουθουνίζω
- (για τα άλογα) θορυβώ, αναπηδώ
- ανυπομονώ
- (μεταφορικά) είμαι υβριστής, αλαζόνας, υπερήφανος
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.