φρυάσσομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φρυάσσομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰréh₁wr̥ (πβ. φρέαρ, φορύνω...)

Ρήμα

φρυάσσομαι (& αττικός τύπος φρυάττομαι)

  1. (για τα άλογα) χλιμιντρώ, χρεμετίζω, ρουθουνίζω
  2. (για τα άλογα) θορυβώ, αναπηδώ
  3. ανυπομονώ
  4. (μεταφορικά) είμαι υβριστής, αλαζόνας, υπερήφανος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.