χρεμετίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χρεμετίζω < αρχαία ελληνική χρεμετίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrem-[1]

Ρήμα

χρεμετίζω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρεμετίζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʰrem-[1]

Ρήμα

χρεμετίζω (και χρεμίζω ίσως και χρεμετάω)

  1. χρεμετίζω, χλιμιντρίζω για άλογο
    τῶν ἵπποι μὲν ἔπειθ᾽ ὑπεναντίοι ἀλλήλοισιν ὀξεῖα χρέμισαν, περὶ δέ σφισιν ἄγνυτο ἠχώ. (Ησίοδος)
  2. (μεταφορικά) ικανοποιούμαι σε ζωώδες επίπεδο (έννοια των ελληνιστικών χρόνων)
    καὶ ἐχόρτασα αὐτοὺς καὶ ἐμοιχῶντο καὶ ἐν οἴκοις πορνῶν κατέλυον, ἵπποι θηλυμανεῖς ἐγενήθησαν, ἕκαστος ἐπὶ τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον αὐτοῦ ἐχρεμέτιζον (ελληνιστική απόδοση των γραπτών που αποδίδονται στον προφήτη Ιερεμία)

Συγγενικά

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.