ρουθουνίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ρουθουνίζω < ρουθούνι + -ίζω (πβ. μεσαιωνική ελληνική ῥωθωνίζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾu.θuˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρου‐θου‐νί‐ζω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρουθούνι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ρουθουνίζω | ρουθούνιζα | θα ρουθουνίζω | να ρουθουνίζω | ρουθουνίζοντας | |
| β' ενικ. | ρουθουνίζεις | ρουθούνιζες | θα ρουθουνίζεις | να ρουθουνίζεις | ρουθούνιζε | |
| γ' ενικ. | ρουθουνίζει | ρουθούνιζε | θα ρουθουνίζει | να ρουθουνίζει | ||
| α' πληθ. | ρουθουνίζουμε | ρουθουνίζαμε | θα ρουθουνίζουμε | να ρουθουνίζουμε | ||
| β' πληθ. | ρουθουνίζετε | ρουθουνίζατε | θα ρουθουνίζετε | να ρουθουνίζετε | ρουθουνίζετε | |
| γ' πληθ. | ρουθουνίζουν(ε) | ρουθούνιζαν ρουθουνίζαν(ε) |
θα ρουθουνίζουν(ε) | να ρουθουνίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ρουθούνισα | θα ρουθουνίσω | να ρουθουνίσω | ρουθουνίσει | ||
| β' ενικ. | ρουθούνισες | θα ρουθουνίσεις | να ρουθουνίσεις | ρουθούνισε | ||
| γ' ενικ. | ρουθούνισε | θα ρουθουνίσει | να ρουθουνίσει | |||
| α' πληθ. | ρουθουνίσαμε | θα ρουθουνίσουμε | να ρουθουνίσουμε | |||
| β' πληθ. | ρουθουνίσατε | θα ρουθουνίσετε | να ρουθουνίσετε | ρουθουνίστε | ||
| γ' πληθ. | ρουθούνισαν ρουθουνίσαν(ε) |
θα ρουθουνίσουν(ε) | να ρουθουνίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ρουθουνίσει | είχα ρουθουνίσει | θα έχω ρουθουνίσει | να έχω ρουθουνίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ρουθουνίσει | είχες ρουθουνίσει | θα έχεις ρουθουνίσει | να έχεις ρουθουνίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ρουθουνίσει | είχε ρουθουνίσει | θα έχει ρουθουνίσει | να έχει ρουθουνίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ρουθουνίσει | είχαμε ρουθουνίσει | θα έχουμε ρουθουνίσει | να έχουμε ρουθουνίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ρουθουνίσει | είχατε ρουθουνίσει | θα έχετε ρουθουνίσει | να έχετε ρουθουνίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ρουθουνίσει | είχαν ρουθουνίσει | θα έχουν ρουθουνίσει | να έχουν ρουθουνίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.