ρουθουνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρουθουνίζω < ρουθούνι + -ίζω (πβ. μεσαιωνική ελληνική ῥωθωνίζω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾu.θuˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρουθουνίζω

Ρήμα

ρουθουνίζω, πρτ.: ρουθούνιζα, στ.μέλλ.: θα ρουθουνίσω, αόρ.: ρουθούνισα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.