φρύαγμα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φρύαγμᾰ τὰ φρυάγμᾰτ
      γενική τοῦ φρυάγμᾰτος τῶν φρυαγμᾰ́των
      δοτική τῷ φρυάγμᾰτ τοῖς φρυάγμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ φρύαγμᾰ τὰ φρυάγμᾰτ
     κλητική ! φρύαγμᾰ φρυάγμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρυάγμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  φρυαγμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φρύαγμα < φρυάσσομαι

Ουσιαστικό

φρύαγμα ουδέτερο

  1. (κυρίως για τα άλογα) ισχυρό ρουθούνισμα
  2. (για άλογα) χλιμίντρισμα
  3. (μεταφορικά) αλαζονεία, αυθάδεια, οίηση, κομπασμός

Συγγενικά

  • φριμάσσoομαι, φριμάσσω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.