renifler
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- renifler < παλαιά γαλλική nifler
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʁə.ni.fle/
Ρήμα
renifler (fr)
- ρουθουνίζω, ξεφυσώ, φρουμάζω, φριμάζω, φριμάσσομαι, (μτφ.) μυχθίζω
- ρουφώ τη μύτη μου
- Arrête de renifler et mouche-toi ! - Σταμάτα να ρουφάς τη μύτη σου και φύσηξέ την (σε ένα χαρτομάντηλο)
Συγγενικά
- reniflement
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.