οπωροσάκχαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το οπωροσάκχαρο τα οπωροσάκχαρα
      γενική του οπωροσάκχαρου
& οπωροσακχάρου
των οπωροσάκχαρων
& οπωροσακχάρων
    αιτιατική το οπωροσάκχαρο τα οπωροσάκχαρα
     κλητική οπωροσάκχαρο οπωροσάκχαρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οπωροσάκχαρο < οπώρ(α) + -ο- + σάκχαρο

Ουσιαστικό

οπωροσάκχαρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.