φουστάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φουστάνι τα φουστάνια
      γενική του φουστανιού των φουστανιών
    αιτιατική το φουστάνι τα φουστάνια
     κλητική φουστάνι φουστάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φουστάνια σε διάφορα σχέδια και χρώματα

Ετυμολογία

φουστάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φουστάνι < βενετική fustagno < μεσαιωνική λατινική fustaneum[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /fuˈsta.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φουστάνι

Ουσιαστικό

φουστάνι ουδέτερο

  • (ενδυμασία) το φόρεμα
      Το νερό έτρεχε βρύση από τα λούκια, πιτσιλούσε τρόγυρα κι αναγκάζονταν οι κυρίες να σηκώνουν το φουστάνι πάνω από τον αστράγαλο, ωσάμ' εκεί που άρχιζε η γάμπα. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.