φούμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούμα οι φούμες
      γενική της φούμας
    αιτιατική τη φούμα τις φούμες
     κλητική φούμα φούμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φούμα < φουμ(άρω) + (αναδρομικός σχηματισμός)

Ουσιαστικό

φούμα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

φούμα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.