φούμαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φούμαρο τα φούμαρα
      γενική του φούμαρου των φούμαρων
    αιτιατική το φούμαρο τα φούμαρα
     κλητική φούμαρο φούμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φούμαρο < φουμάρ(ω) + -ο (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Ουσιαστικό

φούμαρο ουδέτερο, συνήθως στον πληθυντικό: φούμαρα

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • πουλάω φούμαρα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.