φοροεπιδρομή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φοροεπιδρομή | οι | φοροεπιδρομές |
| γενική | της | φοροεπιδρομής | των | φοροεπιδρομών |
| αιτιατική | τη | φοροεπιδρομή | τις | φοροεπιδρομές |
| κλητική | φοροεπιδρομή | φοροεπιδρομές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
φοροεπιδρομή θηλυκό
- (οικονομία) (νεολογισμός) η γενικευμένη με χαρακτήρα επιδρομής φορολόγηση αγαθών, είτε με προσαύξηση της υφισταμένης φορολογίας τους, είτε με επιβολή νέας
Μεταφράσεις
φοροεπιδρομή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.