φορμαρισμένα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φορμαρισμένα < φορμαρισμένος + -α
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
φορμαρισμένα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φορμαρισμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φορμαρισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.