φορμαλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φορμαλιστικός | η | φορμαλιστική | το | φορμαλιστικό |
| γενική | του | φορμαλιστικού | της | φορμαλιστικής | του | φορμαλιστικού |
| αιτιατική | τον | φορμαλιστικό | τη | φορμαλιστική | το | φορμαλιστικό |
| κλητική | φορμαλιστικέ | φορμαλιστική | φορμαλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φορμαλιστικοί | οι | φορμαλιστικές | τα | φορμαλιστικά |
| γενική | των | φορμαλιστικών | των | φορμαλιστικών | των | φορμαλιστικών |
| αιτιατική | τους | φορμαλιστικούς | τις | φορμαλιστικές | τα | φορμαλιστικά |
| κλητική | φορμαλιστικοί | φορμαλιστικές | φορμαλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φορμαλιστικός < φορμαλιστής
Επίθετο
φορμαλιστικός
- σχετικός με τον φορμαλισμό
- φορμαλιστική τέχνη, θεωρία, άποψη, αντιμετώπιση κ.λπ.
Μεταφράσεις
φορμαλιστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.