φορμαλισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φορμαλισμός | οι | φορμαλισμοί |
| γενική | του | φορμαλισμού | των | φορμαλισμών |
| αιτιατική | τον | φορμαλισμό | τους | φορμαλισμούς |
| κλητική | φορμαλισμέ | φορμαλισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φορμαλισμός < γαλλική formalisme
Ουσιαστικό
φορμαλισμός αρσενικό
- η υπερεκτίμηση της αξίας του τύπου σε βάρος της ουσίας
- η προσκόλληση στις φόρμες, η τυπολατρία, η εμμονή στο ήδη μορφοποιημένο και τυπικό και γενικά αποδεκτό κατά το παρελθόν ή που το καθορίζει μια ανώτερη εξουσία στο παρόν, στηριζόμενη όμως σε σχήματα του παρελθόντος
- συμπεριφορά επιτρεπτή εντός συστήματος ή μεθοδολογία που το περιγράφει
Συνώνυμα
- τυποκρατία
- μορφοκρατία
- τυπομανία
- τυποποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.