φορμαλισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φορμαλισμός οι φορμαλισμοί
      γενική του φορμαλισμού των φορμαλισμών
    αιτιατική τον φορμαλισμό τους φορμαλισμούς
     κλητική φορμαλισμέ φορμαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φορμαλισμός < γαλλική formalisme

Ουσιαστικό

φορμαλισμός αρσενικό

  1. η υπερεκτίμηση της αξίας του τύπου σε βάρος της ουσίας
  2. η προσκόλληση στις φόρμες, η τυπολατρία, η εμμονή στο ήδη μορφοποιημένο και τυπικό και γενικά αποδεκτό κατά το παρελθόν ή που το καθορίζει μια ανώτερη εξουσία στο παρόν, στηριζόμενη όμως σε σχήματα του παρελθόντος
  3. συμπεριφορά επιτρεπτή εντός συστήματος ή μεθοδολογία που το περιγράφει

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.