τυποκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τυποκρατία | οι | τυποκρατίες |
| γενική | της | τυποκρατίας | των | τυποκρατιών |
| αιτιατική | την | τυποκρατία | τις | τυποκρατίες |
| κλητική | τυποκρατία | τυποκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τυποκρατία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
τυποκρατία θηλυκό
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
τυποκρατία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.