φορβάς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| φορβᾰδ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | φορβάς | οἱ/αἱ | φορβάδες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | φορβάδος | τῶν | φορβάδων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | φορβάδῐ | τοῖς/ταῖς | φορβάσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | φορβάδᾰ | τοὺς/τὰς | φορβάδᾰς | |
| κλητική ὦ! | φορβάς | φορβάδες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φορβάδε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | φορβάδοιν | |||
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | |||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «φυγάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- φορβάς < θέμα φορ-, μεταπτωτική βαθμίδα του φέρβω (εκτρέφω -ζώα-, βόσκω) + -άς [1]
Επίθετο
φορβάς αρσενικό ή θηλυκό (γενική: -άδος)
- τόπος κατάλληλος να θρέψει κοπάδια
- ↪ φορβάς γῆ
- ο τόπος που έχει θρέψει έναν άνθρωπο, η γενέτειρα
- (για άλογα) που τρέφεται από τη γη
- (μεταφορικά) ιερόδουλος, γυναίκα που βγάζει τα προς το ζην παρέχοντας ερωτικές υπηρεσίες, εκδιδόμενη, πόρνη
- και στην καθαρεύουσα: η φοράδα
Αναφορές
- s.v. «φορβή» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- φορβάς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φορβάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.