τροφίας

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τροφίᾱς οἱ τροφίαι
      γενική τοῦ τροφίου τῶν τροφιῶν
      δοτική τῷ τροφί τοῖς τροφίαις
    αιτιατική τὸν τροφίᾱν τοὺς τροφίᾱς
     κλητική ! τροφί τροφίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τροφί
γεν-δοτ τοῖν  τροφίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τροφίας < θέμα τροφ- του τρέφω + -ίας

Ουσιαστικό

τροφίας αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.