φολίδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φολίδα | οι | φολίδες |
| γενική | της | φολίδας | των | φολίδων |
| αιτιατική | τη | φολίδα | τις | φολίδες |
| κλητική | φολίδα | φολίδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φολίδα < αρχαία ελληνική φολίς
Ουσιαστικό
φολίδα θηλυκό
- (ιχθυολογία, ερπετολογία) το καθένα από τα πολλά μικρά, επίπεδα και σκληρά κομμάτια κερατίνης που καλύπτουν το δέρμα των ψαριών και των ερπετών
- το καθένα από τα μικρά κομμάτια της επιδερμίδας που αποβάλλονται σε κάποιες δερματοπάθειες
- (κατ’ επέκταση) μεταλλικό έλασμα ή πλάκα παρόμοια με τη φολίδα (1, 2), που ένα σύνολό τους καλύπτει μια επιφάνεια
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.