φοινικοτρύγονο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φοινικοτρύγονο τα φοινικοτρύγονα
      γενική του φοινικοτρύγονου των φοινικοτρύγονων
    αιτιατική το φοινικοτρύγονο τα φοινικοτρύγονα
     κλητική φοινικοτρύγονο φοινικοτρύγονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Spilopelia senegalensis cambayensis, το φοινικοτρύγονο ή φοινικοπερίστερο.

Ετυμολογία

φοινικοτρύγονο < φοίνικ(ας) + -ο- + τρυγόν(ι) + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /fi.ni.koˈtɾi.ɣo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοινικοτρύγονο

Ουσιαστικό

φοινικοτρύγονο ουδέτερο

  • (πτηνό) συνώνυμο του φοινικοπερίστερο
      Στις 27 Σεπτεμβρίου ο Γιώργος Μαμώλης, κάτοικος περιοχής της Μυτιλήνης ανέβασε στο Facebook μια φωτογραφία με το κινητό του από μια παράξενη δεκαοχτούρα. Ο Στέλιος Ζαννέτος (υποψήφιος διδάκτορας στο τμήματος Περιβάλλοντος και δεινός «πουλάκιας») την παρατήρησε και μοιράστηκε τα νέα στην ομάδα [] Η εμφάνιση φοινικοτρύγονου στην Ελλάδα ήταν μια μεγάλη είδηση.
    «Ανακαλύφτηκε στη Λέσβο το φοινικοτρύγονο», άρθρο, @amna.gr, ΑΠΕ-ΜΠΕ, 12 Οκτωβρίου 2021

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.