φλόκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φλόκος | οι | φλόκοι |
| γενική | του | φλόκου | των | φλόκων |
| αιτιατική | τον | φλόκο | τους | φλόκους |
| κλητική | φλόκε | φλόκοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

φλόκος (πράσινο) και γενοβέζικος φλόκος (γαλάζιο)
Ετυμολογία
- φλόκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική flocco [1] < ολλανδική fok [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈflo.kos/
Συνώνυμα
Αναφορές
- φλόκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- https://www.treccani.it/vocabolario/fiocco2
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.